- ὀιστοκόμοιο
- ὀιστοκόμοςkeeping arrowsmasc/fem/neut gen sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οϊστοκόμος — ὀϊστοκόμος, ον (Α) (για φαρέτρα) αυτός που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά βελών («ὀϊστοκόμοιο φαρέτρης», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + κόμος (< κομῶ), πρβλ. μελισσο κόμος] … Dictionary of Greek